Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακαμάτης  
επίθετο

fannullo`ne ~m~; scansafati`che ~m~

ακαμάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 fannullo`ne ~m~
2 ozio`so ~m~
3 pigro ~m~
4 poltro`ne ~m~
5 sfatica`to ~m~

ακαμάτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 altra forma del femminile di [ακαμάτης ^-η, ο^]
2 fannullo`na ~f~; scansafati`che ~f~; pigrona ~f~

ακαμάτρα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ακαμάτης ^-η, ο^]
2 fannullo`na ~f~; scansafati`che ~f~; pigrona ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακαματεύω ακαματιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---