Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακαλλιέργητος  
επίθετο

1 campo inco`lto; non coltiva`to
2 persona inco`lto; senza cultu`ra

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακαλίβωτος ακαλλώπιστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---