Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακάλεστος  
επίθετο

1 non invita`to; non chiama`to πήγε ακάλεστος στο γάμο==andò al matrimonio senza essere invitato
2 situazione inaspetta`to; inatte`so; imprevi`sto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακαλαίσθητος ακαλίβωτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---