Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακάματος  
επίθετο

1 persona infatica`bile; instanca`bile; indefe`sso ακάμαστος δουλευτής==lavoratore instancabile
2 costa`nte; incessa`nte; persevera`nte ακάμαστες προσπάθειες==sforzi incessanti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακαμάτισσα ακαματοσύνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---