Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακαμψία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 rigide`zza ~f~; rigidità ~f~ νεκρική ακαμψία==rigidità cadaverica
2 ((figurato)) inflessibilità ~f~; rigo`re ~m~; severità ~m~; dure`zza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άκαμπτος ακάμωτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---