Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακακία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 asse`nza ~f~ di cattive`ria; bontà ~f~; bonarietà ~f~
2 botanica aca`cia ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άκαιρος άκακος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---