Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακαθόριστος
επίθετο 1 indetermina`to; indefini`to; ince`rto άτομο ακαθόριστης ηλικίας==individuo di età indefinita 2 vago; indefini`to; indisti`nto μες στην ομίχλη τα πάντα παίρνουν ακαθόριστο σχήμα==nella nebbia tutto assume una forma vaga | ακαθόριστες αναμνήσεις==vaghi ricordi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |