Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

visciolàta (θηλ.ουσ) visitàre (ρ. μτβ.)
vìsciolo (ουσ αρσ ) visitatóre (ουσ αρσ )
viscónte (ουσ αρσ ) visitatrìce (θηλ.ουσ)
viscontèa (θηλ.ουσ) visitazióne (θηλ.ουσ)
viscontéssa (θηλ.ουσ) visìvo (επίθ.)
viscósa (θηλ.ουσ) Visnù (κύρ.όν. αρσ.)
viscosìmetro (ουσ αρσ ) visnuìsmo (ουσ αρσ )
viscosità (θηλ.ουσ) visnuìta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
viscóso (επίθ.) vìso (ουσ αρσ )
visétto (ουσ αρσ ) visóne (ουσ αρσ )
visìbile (ουσ αρσ ) visóre (ουσ αρσ )
visìbile (επίθ.) vispézza (θηλ.ουσ)
visibìlio (ουσ αρσ ) vìspo (επίθ.)
visibilità (θηλ.ουσ) vissùto (αρσ. επίθ και ουσ)
visibilménte (επίρ.) vìsta (θηλ.ουσ)
visièra (θηλ.ουσ) vistàre (ρ. μτβ.)
visigòtico (επίθ.) vìsto (ουσ αρσ )
visigòto (ουσ αρσ ) vìsto (επίθ.)
visigòto (επίθ.) visto che (σύνδ.)
visionàre (ρ. μτβ.) Vìstola (κύρ.όν. θηλ.)
visionàrio (ουσ αρσ ) vistosaménte (επίρ.)
visionàrio (επίθ.) vistosità (θηλ.ουσ)
visióne (θηλ.ουσ) vistóso (επίθ.)
visìr (ουσ αρσ ) visuàle (θηλ.ουσ)
vìsita (θηλ.ουσ) visuàle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: