Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

notévole (επίθ.) nòtula (θηλ.ουσ)
notìfica (θηλ.ουσ) notulare (ρ. μτβ.)
notificàre (ρ. μτβ.) noùmeno (ουσ αρσ )
notificazióne (θηλ.ουσ) nòva (θηλ.ουσ)
notìsta (ουσ αρσ και θηλ.) novàle (επίθ.)
notìzia (θηλ.ουσ) novànta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
notiziàrio (ουσ αρσ ) novantènne (ουσ αρσ )
nòto (ουσ αρσ ) novantènne (θηλ.ουσ)
nòto (επίθ.) novantènne (επίθ.)
notocòrda (θηλ.ουσ) novantènnio (ουσ αρσ )
notoriaménte (επίρ.) novantèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
notorietà (θηλ.ουσ) novantìna (θηλ.ουσ)
notòrio (αρσ. επίθ και ουσ) novatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
nottambulìsmo (ουσ αρσ ) novazióne (θηλ.ουσ)
nottàmbulo (αρσ. επίθ και ουσ) nòve (αρσ. επίθ και ουσ)
nottàta (θηλ.ουσ) novecentésco (επίθ.)
nòtte (θηλ.ουσ) novecentèsimo (αρσ. επίθ και ουσ)
nottetèmpo (επίρ.) novecentìsmo (ουσ αρσ )
nottìluca (θηλ.ουσ) novecentìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
nottìvago (αρσ. επίθ και ουσ) novecentìsta (επίθ.)
nòttola (θηλ.ουσ) novecentìstico (επίθ.)
nottolìno (ουσ αρσ ) novecènto (ουσ αρσ )
nottolóne (ουσ αρσ ) novecènto (επίθ.)
nottùrno (ουσ αρσ ) novèlla (θηλ.ουσ)
nottùrno (επίθ.) novellàme (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: