Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

azotàto (επίθ.) azzonaménto (ουσ αρσ )
azotemìa (θηλ.ουσ) azzoppàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
azòto (ουσ αρσ ) azzoppàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
azotùria (θηλ.ουσ) azzoppìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
àzza (θηλ.ουσ) azzoppirsi (ρ.μ. (αντων.))
azzannàre (ρ. μτβ.) azzuffaménto (ουσ αρσ )
azzannàta, azzannàta (θηλ.ουσ) azzuffàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
azzannatùra, azzannatùra (θηλ.ουσ) azzurràggio (ουσ αρσ )
azzardàre (ρ. μτβ.) azzurraménto (ουσ αρσ )
azzardàrsi (ρ. μ. αμτβ.) azzurràre (ρ. μτβ.)
azzardàto (επίθ.) azzurrarsi (ρ.μ. (αντων.))
azzàrdo (ουσ αρσ ) azzurrìno (ουσ αρσ )
azzardóso (επίθ.) azzurrìno (επίθ.)
azzeccagarbùgli (ουσ αρσ ) azzurrità (θηλ.ουσ)
azzeccàre (ρ. μτβ.) azzurrìte (θηλ.ουσ)
azzeraménto (ουσ αρσ ) azzùrro (ουσ αρσ )
azzeràre (ρ. μτβ.) azzùrro (επίθ.)
azzeruòlo (ουσ αρσ ) azzurrògnolo, azzurrógnolo (επίθ.)
àzzima (θηλ.ουσ) babà (ουσ αρσ )
azzimàre (ρ. μτβ.) babàu (ουσ αρσ )
azzimarsi (ρ.μ. (αντων.)) babbèo (ουσ αρσ )
azzimàto (επίθ.) babbèo (επίθ.)
àzzimo (επίθ.) bàbbo (ουσ αρσ )
azzittire (ρ. μτβ. και αμετβ.) babbuàsso (ουσ αρσ )
azzittìrsi (ρ. μ. αμτβ.) babbùccia (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: