Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόazzannàta, azzannàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [attsanˈnata], [addzanˈnata] 1 ουλή 2 δάγκωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |