Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


azzannàta, azzannàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [attsanˈnata], [addzanˈnata]

1 ουλή
2 δάγκωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  azzannare azzannatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

azotemia (θηλ.ουσ)
azoto (ουσ αρσ )
azoturia (θηλ.ουσ)
azza (θηλ.ουσ)
azzannare (ρ. μτβ.)
azzannata (θηλ.ουσ)
azzannatura (θηλ.ουσ)
azzardare (ρ. μτβ.)
azzardarsi (ρ. μ. αμτβ.)
azzardato (επίθ.)
azzardo (ουσ αρσ )
azzardoso (επίθ.)
azzeccagarbugli (ουσ αρσ )
azzeccare (ρ. μτβ.)
azzeramento (ουσ αρσ )
azzerare (ρ. μτβ.)
azzeruolo (ουσ αρσ )
azzima (θηλ.ουσ)
azzimare (ρ. μτβ.)
azzimarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---