Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόazzimàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [addziˈmato] 1 περιποιημένος 2 φτιαγμένος 3 στολισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |