Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


azzoppìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [attsopˈpire]

κουτσαίνω

azzoppirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [attsopˈpirsi]

κουτσαίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  azzopparsi azzuffamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

azzittire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
azzittirsi (ρ. μ. αμτβ.)
azzonamento (ουσ αρσ )
azzoppare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
azzopparsi (ρ. μ. αμτβ.)
azzoppire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
azzoppirsi (ρ.μ. (αντων.))
azzuffamento (ουσ αρσ )
azzuffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
azzurraggio (ουσ αρσ )
azzurramento (ουσ αρσ )
azzurrare (ρ. μτβ.)
azzurrarsi (ρ.μ. (αντων.))
azzurrino (ουσ αρσ )
azzurrino (επίθ.)
azzurrità (θηλ.ουσ)
azzurrite (θηλ.ουσ)
azzurro (ουσ αρσ )
azzurro (επίθ.)
azzurrognolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---