Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόazzoppàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [attsopˈpare] κουτσαίνω azzoppàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [attsopˈparsi] κουτσαίνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |