Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ortognatìsmo (ουσ αρσ ) orzàto (επίθ.)
ortognàto (αρσ. επίθ και ουσ) òrzo (ουσ αρσ )
ortogonàle (επίθ.) osànna (ουσ αρσ )
ortogonalità (θηλ.ουσ) osannàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ortogonalménte (επίρ.) osàre (ρ. μτβ.)
ortografìa (θηλ.ουσ) òscar (ουσ αρσ )
ortogràfico (επίθ.) oscenaménte (επίρ.)
ortolàno (αρσ. επίθ και ουσ) oscenità (θηλ.ουσ)
ortomercàto (ουσ αρσ ) oscèno (επίθ.)
ortopedìa (θηλ.ουσ) oscillànte (επίθ.)
ortopèdico (ουσ αρσ ) oscillàre (ρ.αμτβ.)
ortopèdico (επίθ.) oscillatóre (ουσ αρσ )
ortoscòpico (επίθ.) oscillatòrio (επίθ.)
ortoscòpio (ουσ αρσ ) oscillazióne (θηλ.ουσ)
ortòsio (ουσ αρσ ) oscillografìa (θηλ.ουσ)
ortostàtico (επίθ.) oscillògrafo (ουσ αρσ )
ortòttero (ουσ αρσ ) oscillogràmma (ουσ αρσ )
ortòttica (θηλ.ουσ) oscillòmetro (ουσ αρσ )
ortòttico (επίθ.) oscilloscòpio (ουσ αρσ )
ortottìsta (ουσ αρσ και θηλ.) osculatóre (επίθ.)
orvièto, orviéto (ουσ αρσ ) osculazióne (θηλ.ουσ)
òrza (θηλ.ουσ) òsculo (ουσ αρσ )
orzaiòlo (ουσ αρσ ) oscuràbile (επίθ.)
orzàre (ρ.αμτβ.) oscuraménte (επίρ.)
orzàta (θηλ.ουσ) oscuraménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: