Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meditàre (ρ.αμτβ.) megalomanìa (θηλ.ουσ)
meditàre (ρ. μτβ.) megalòpoli (θηλ.ουσ)
meditataménte (επίρ.) megaòhm (ουσ αρσ )
meditatìvo (επίθ.) megaòhmmetro (ουσ αρσ )
meditàto (επίθ.) megàpodi (ουσ αρσ πληθ.)
meditazióne (θηλ.ουσ) megatèrio (ουσ αρσ )
mediterràneo (ουσ αρσ ) megatèrmo (επίθ.)
mèdium (ουσ αρσ και θηλ.) mègaton (ουσ αρσ )
medùsa (θηλ.ουσ) megatóne (ουσ αρσ )
meeting (ουσ αρσ ) megavòlt (ουσ αρσ )
mefìsto (ουσ αρσ ) megawàtt (ουσ αρσ )
Mefistófele (ουσ αρσ ) megèra (θηλ.ουσ)
mefistofèlico (επίθ.) mèglio (ουσ αρσ )
mefìte (θηλ.ουσ) mèglio (επίθ.)
mefìtico (επίθ.) mèglio (επίρ.)
megacìclo (ουσ αρσ ) meiòsi (θηλ.ουσ)
megàfono (ουσ αρσ ) meiòtico (επίθ.)
megahertz (ουσ αρσ ) méla (θηλ.ουσ)
megalìte (ουσ αρσ ) melagràna (θηλ.ουσ)
megalìtico (επίθ.) melagràno (ουσ αρσ )
megalocardìa (θηλ.ουσ) melanconìa (θηλ.ουσ)
megalocefalìa (θηλ.ουσ) melanesiàno (επίθ.)
megalocèfalo (αρσ. επίθ και ουσ) mélange (ουσ αρσ )
megalòmane (ουσ αρσ και θηλ.) melàngola (θηλ.ουσ)
megalòmane (επίθ.) melàngolo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: