Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acetilcellulósa (θηλ.ουσ) acidificazióne (θηλ.ουσ)
acetìle (ουσ αρσ ) acidimetrìa (θηλ.ουσ)
acetilène (ουσ αρσ ) acidìmetro (ουσ αρσ )
acetilènico (επίθ.) acidità (θηλ.ουσ)
acetìlico (επίθ.) àcido (ουσ αρσ )
acetilsalicìlico (επίθ.) àcido (επίθ.)
acéto (ουσ αρσ ) acidòsi (θηλ.ουσ)
acetobattèrio (ουσ αρσ ) acidulàre (ρ. μτβ.)
acetóne (ουσ αρσ ) acìdulo (επίθ.)
acetonemìa (θηλ.ουσ) acinesìa (θηλ.ουσ)
acetonùria (θηλ.ουσ) acinètico (επίθ.)
acetósa (θηλ.ουσ) acinifórme (επίθ.)
acetosèlla (θηλ.ουσ) àcino (ουσ αρσ )
acetosità (θηλ.ουσ) acinóso (επίθ.)
acetóso (επίθ.) aclassìsmo (ουσ αρσ )
achènio (ουσ αρσ ) aclassìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
achèo (ουσ αρσ ) aclassìstico (επίθ.)
achèo (επίθ.) acloridrìa (θηλ.ουσ)
acherónte (ουσ αρσ ) àcme (θηλ.ουσ)
Achìlle (ουσ αρσ ) àcne (θηλ.ουσ)
achillèa (θηλ.ουσ) aconfessionàle (επίθ.)
acìclico (επίθ.) aconfessionalità (θηλ.ουσ)
acidificàbile (επίθ.) aconitìna (θηλ.ουσ)
acidificànte (αρσ. επίθ και ουσ) acònito, aconìto (ουσ αρσ )
acidificàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) àcoro (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: