Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vulcanogeno (επίθ.) wagneriàno (αρσ. επίθ και ουσ)
vulcanologìa (θηλ.ουσ) wagon–lit (ουσ αρσ )
vulcanològico (επίθ.) wagon–restaurant (ουσ αρσ )
vulcanòlogo (ουσ αρσ ) walkie–talkie (ουσ αρσ )
vulneràbile (επίθ.) wàlzer (ουσ αρσ )
vulnerabilità (θηλ.ουσ) wapìti, wàpiti (ουσ αρσ )
vulneràre (ρ. μτβ.) wàter (ουσ αρσ )
vulnerària (θηλ.ουσ) water closet, water–closet (ουσ αρσ )
vulneràrio (επίθ.) waterpolìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
vùlva (θηλ.ουσ) watt (ουσ αρσ )
vulvàre (επίθ.) wattòmetro (ουσ αρσ )
vulvària (θηλ.ουσ) wattóra (ουσ αρσ )
vulvìte (θηλ.ουσ) wattoràmetro (ουσ αρσ )
vulvovaginàle (επίθ.) watùsso (αρσ. επίθ και ουσ)
vulvovaginìte (θηλ.ουσ) WC (ουσ αρσ )
vuotàggine (θηλ.ουσ) wèber (ουσ αρσ )
vuotaméle (ουσ αρσ ) weekend, week–end (ουσ αρσ )
vuotàre (ρ. μτβ.) wellingtònia (θηλ.ουσ)
vuotàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) Weltanschauung (θηλ.ουσ)
vuotàta (θηλ.ουσ) welter (ουσ αρσ )
vuotatùra (θηλ.ουσ) western (ουσ αρσ )
vuotézza (θηλ.ουσ) whisky (ουσ αρσ )
vuòto (ουσ αρσ ) winchester (ουσ αρσ )
vuòto (επίθ.) windsurf (ουσ αρσ )
wafer (ουσ αρσ ) wolfràmio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: