Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vuotàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [vwoˈtare]

αδειάζω

vuotàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [vwoˈtarsi]

1 αδειάζω
2 κενώνομαι
3 εκκενώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vuotamele vuotata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vulvite (θηλ.ουσ)
vulvovaginale (επίθ.)
vulvovaginite (θηλ.ουσ)
vuotaggine (θηλ.ουσ)
vuotamele (ουσ αρσ )
vuotare (ρ. μτβ.)
vuotarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
vuotata (θηλ.ουσ)
vuotatura (θηλ.ουσ)
vuotezza (θηλ.ουσ)
vuoto (ουσ αρσ )
vuoto (επίθ.)
wafer (ουσ αρσ )
wagneriano (αρσ. επίθ και ουσ)
wagon–lit (ουσ αρσ )
wagon–restaurant (ουσ αρσ )
walkie–talkie (ουσ αρσ )
walzer (ουσ αρσ )
wapiti (ουσ αρσ )
water (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---