Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόwagon–lit
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,vagonˈli], [va,gonˈli] 1 βαγκόν-λι 2 κλινάμαξα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |