Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόwater closet, water–closet
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,vaterˈklɔzet], [,woterˈklɔz] 1 μπάνιο 2 αποχωρητήριο 3 τουαλέτα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |