Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


weekend, week–end  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,wiˈkɛnd]

το Σαββατοκύριακο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  weber wellingtonia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

wattora (ουσ αρσ )
wattorametro (ουσ αρσ )
watusso (αρσ. επίθ και ουσ)
WC (ουσ αρσ )
weber (ουσ αρσ )
weekend, week–end (ουσ αρσ )
wellingtonia (θηλ.ουσ)
Weltanschauung (θηλ.ουσ)
welter (ουσ αρσ )
western (ουσ αρσ )
whisky (ουσ αρσ )
winchester (ουσ αρσ )
windsurf (ουσ αρσ )
wolframio (ουσ αρσ )
wolframite (θηλ.ουσ)
würstel (ουσ αρσ )
xantene (ουσ αρσ )
xantico (επίθ.)
xantina (θηλ.ουσ)
xantismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---