Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόweekend, week–end
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,wiˈkɛnd] το Σαββατοκύριακο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |