Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


whisky  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈwiski]

το ουίσκυ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  western winchester  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

weekend, week–end (ουσ αρσ )
wellingtonia (θηλ.ουσ)
Weltanschauung (θηλ.ουσ)
welter (ουσ αρσ )
western (ουσ αρσ )
whisky (ουσ αρσ )
winchester (ουσ αρσ )
windsurf (ουσ αρσ )
wolframio (ουσ αρσ )
wolframite (θηλ.ουσ)
würstel (ουσ αρσ )
xantene (ουσ αρσ )
xantico (επίθ.)
xantina (θηλ.ουσ)
xantismo (ουσ αρσ )
xantoficee (θηλ. ουσ πληθ.)
xantofilla (θηλ.ουσ)
xantoma (ουσ αρσ )
xantomatoso (επίθ.)
xantopsia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---