Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


wattóra  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,vatˈtora]

μονάδα έργου 1 ωριαίο βατ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  wattometro wattorametro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

water (ουσ αρσ )
water closet, water–closet (ουσ αρσ )
waterpolista (ουσ αρσ και θηλ.)
watt (ουσ αρσ )
wattometro (ουσ αρσ )
wattora (ουσ αρσ )
wattorametro (ουσ αρσ )
watusso (αρσ. επίθ και ουσ)
WC (ουσ αρσ )
weber (ουσ αρσ )
weekend, week–end (ουσ αρσ )
wellingtonia (θηλ.ουσ)
Weltanschauung (θηλ.ουσ)
welter (ουσ αρσ )
western (ουσ αρσ )
whisky (ουσ αρσ )
winchester (ουσ αρσ )
windsurf (ουσ αρσ )
wolframio (ουσ αρσ )
wolframite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---