Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόwattóra
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,vatˈtora] μονάδα έργου 1 ωριαίο βατ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |