Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόwapìti, wàpiti
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [waˈpiti], [ˈwapiti] 1 καναδικό ελάφι Cervus canadensis 2 ελάφι μεγάλο Cervus canadensis permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |