Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vulvària  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vulˈvarja]

φυτό Chenopodium vulvaria


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vulvare vulvite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vulnerare (ρ. μτβ.)
vulneraria (θηλ.ουσ)
vulnerario (επίθ.)
vulva (θηλ.ουσ)
vulvare (επίθ.)
vulvaria (θηλ.ουσ)
vulvite (θηλ.ουσ)
vulvovaginale (επίθ.)
vulvovaginite (θηλ.ουσ)
vuotaggine (θηλ.ουσ)
vuotamele (ουσ αρσ )
vuotare (ρ. μτβ.)
vuotarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
vuotata (θηλ.ουσ)
vuotatura (θηλ.ουσ)
vuotezza (θηλ.ουσ)
vuoto (ουσ αρσ )
vuoto (επίθ.)
wafer (ουσ αρσ )
wagneriano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---