Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tutelàre (επίθ.) ubbióso (επίθ.)
tutelàre (ρ. μτβ.) ubertà (θηλ.ουσ)
tutelarsi (ρ.μ. (αντων.)) Ubèrto (κύρ.όν. αρσ.)
tutìna (θηλ.ουσ) ubertosità (θηλ.ουσ)
tùtolo (ουσ αρσ ) ubertóso (επίθ.)
tutóre (ουσ αρσ ) ubicàre (ρ. μτβ.)
tutòrio (επίθ.) ubicàto (επίθ.)
tuttàla (ουσ αρσ ) ubicazióne (θηλ.ουσ)
tuttavìa (επίρ.) ubiquità (θηλ.ουσ)
tùtto (επίθ.) ubriacàre (ρ. μτβ.)
tuttoché (σύνδ.) ubriacarsi (ρ.μ. (αντων.))
tuttóra (επίρ.) ubriacatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
tùzia (θηλ.ουσ) ubriacatùra (θηλ.ουσ)
tweed (ουσ αρσ ) ubriachézza (θηλ.ουσ)
twist (ουσ αρσ ) ubriàco (ουσ αρσ )
two step (ουσ αρσ ) ubriàco (επίθ.)
tzigàno (ουσ αρσ ) ubriacóne (ουσ αρσ )
tzigàno (επίθ.) uccellagióne (θηλ.ουσ)
uabaìna (θηλ.ουσ) uccellàio (ουσ αρσ )
uàdi (ουσ αρσ ) uccellàme (ουσ αρσ )
ubbìa (θηλ.ουσ) uccellànda (θηλ.ουσ)
ubbidiènte (επίθ.) uccellàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ubbidientemente (επίρ.) uccellatóio (ουσ αρσ )
ubbidiènza (θηλ.ουσ) uccellatóre (ουσ αρσ )
ubbidìre (ρ.αμτβ.) uccellétto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: