Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

messianìsmo (ουσ αρσ ) mestruazióne (θηλ.ουσ)
messicàno (ουσ αρσ ) mèstruo (αρσ. επίθ και ουσ)
messicàno (επίθ.) mèta (ουσ αρσ )
Méssico (ουσ αρσ ) mèta (θηλ.ουσ)
messidòro (ουσ αρσ ) metà (θηλ.ουσ)
messinscèna (θηλ.ουσ) metàbasi (θηλ.ουσ)
mésso (ουσ αρσ ) metabisolfìto (ουσ αρσ )
mestaménte (επίρ.) metabòlico (επίθ.)
mestàre (ρ.αμτβ.) metabolìsmo (ουσ αρσ )
mestàre (ρ. μτβ.) metabolizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mestatóio (ουσ αρσ ) metacarpàle (αρσ. επίθ και ουσ)
mestatóre (ουσ αρσ ) metacàrpo (ουσ αρσ )
mèstica (θηλ.ουσ) metacèntro (ουσ αρσ )
mesticàre (ρ. μτβ.) metacrilàto (ουσ αρσ )
mesticherìa (θηλ.ουσ) metadóne (ουσ αρσ )
mestichìno (ουσ αρσ ) metafàse (θηλ.ουσ)
mestierànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) metafìsica (θηλ.ουσ)
mestière (ουσ αρσ ) metafìsico (ουσ αρσ )
mestìzia (θηλ.ουσ) metafìsico (επίθ.)
mèsto (επίθ.) metafonìa (θηλ.ουσ)
méstola (θηλ.ουσ) metàfora (θηλ.ουσ)
mestolàta (θηλ.ουσ) metaforeggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
méstolo (ουσ αρσ ) metafòrico (επίθ.)
mestolóne (ουσ αρσ ) metaforìsmo (ουσ αρσ )
mestruàle (επίθ.) metagènesi (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: