Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mestichìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mestiˈkino]

1 εργαλείο ανάμειξης
2 σπαθίς
3 σπάτουλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mesticheria mestierante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mestatoio (ουσ αρσ )
mestatore (ουσ αρσ )
mestica (θηλ.ουσ)
mesticare (ρ. μτβ.)
mesticheria (θηλ.ουσ)
mestichino (ουσ αρσ )
mestierante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mestiere (ουσ αρσ )
mestizia (θηλ.ουσ)
mesto (επίθ.)
mestola (θηλ.ουσ)
mestolata (θηλ.ουσ)
mestolo (ουσ αρσ )
mestolone (ουσ αρσ )
mestruale (επίθ.)
mestruazione (θηλ.ουσ)
mestruo (αρσ. επίθ και ουσ)
meta (ουσ αρσ )
meta (θηλ.ουσ)
metà (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---