Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


méstolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmestolo]

η κουτάλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mestolata mestolone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mestiere (ουσ αρσ )
mestizia (θηλ.ουσ)
mesto (επίθ.)
mestola (θηλ.ουσ)
mestolata (θηλ.ουσ)
mestolo (ουσ αρσ )
mestolone (ουσ αρσ )
mestruale (επίθ.)
mestruazione (θηλ.ουσ)
mestruo (αρσ. επίθ και ουσ)
meta (ουσ αρσ )
meta (θηλ.ουσ)
metà (θηλ.ουσ)
metabasi (θηλ.ουσ)
metabisolfito (ουσ αρσ )
metabolico (επίθ.)
metabolismo (ουσ αρσ )
metabolizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
metacarpale (αρσ. επίθ και ουσ)
metacarpo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---