Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metacarpàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [metakarˈpale]

Μετακάρπιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metabolizzare metacarpo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metabasi (θηλ.ουσ)
metabisolfito (ουσ αρσ )
metabolico (επίθ.)
metabolismo (ουσ αρσ )
metabolizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
metacarpale (αρσ. επίθ και ουσ)
metacarpo (ουσ αρσ )
metacentro (ουσ αρσ )
metacrilato (ουσ αρσ )
metadone (ουσ αρσ )
metafase (θηλ.ουσ)
metafisica (θηλ.ουσ)
metafisico (ουσ αρσ )
metafisico (επίθ.)
metafonia (θηλ.ουσ)
metafora (θηλ.ουσ)
metaforeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
metaforico (επίθ.)
metaforismo (ουσ αρσ )
metagenesi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---