Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metafìsica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [metaˈfizika]

1 οντολογία
2 μεταφυσική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metafase metafisico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metacarpo (ουσ αρσ )
metacentro (ουσ αρσ )
metacrilato (ουσ αρσ )
metadone (ουσ αρσ )
metafase (θηλ.ουσ)
metafisica (θηλ.ουσ)
metafisico (ουσ αρσ )
metafisico (επίθ.)
metafonia (θηλ.ουσ)
metafora (θηλ.ουσ)
metaforeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
metaforico (επίθ.)
metaforismo (ουσ αρσ )
metagenesi (θηλ.ουσ)
metaldeide (θηλ.ουσ)
metalinguaggio (ουσ αρσ )
metalinguistica (θηλ.ουσ)
metallico (επίθ.)
metallifero (επίθ.)
metallizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---