Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmetagènesi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [metaˈʤɛnezi] 1 μεταγένεση 2 εναλλαγή σεξουαλικών ασεξουαλικών φάσεων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |