Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmetallizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [metalliddzatˈtsjone] 1 μεταλλοποίηση 2 επεξεργασία μετάλλου 3 δημιουργία μεταλλικού κράματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |