Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmetàmero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [meˈtamero] 1 μεταμερής (σε διαίρεση σώματος) 2 μεταμερές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |