Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metàmero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [meˈtamero]

1 μεταμερής (σε διαίρεση σώματος)
2 μεταμερές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metamerico metamorfico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metallurgico (επίθ.)
metalmeccanico (ουσ αρσ )
metalmeccanico (επίθ.)
metameria (θηλ.ουσ)
metamerico (επίθ.)
metamero (ουσ αρσ )
metamorfico (επίθ.)
metamorfismo (ουσ αρσ )
metamorfosi (θηλ.ουσ)
metaniera (θηλ.ουσ)
metaniero (επίθ.)
metanifero (επίθ.)
metanizzare (ρ. μτβ.)
metano (ουσ αρσ )
metanodotto (ουσ αρσ )
metanoia (θηλ.ουσ)
metanolo (ουσ αρσ )
metaplasia (θηλ.ουσ)
metaplasma (ουσ αρσ )
metaplasmo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---