Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmetallùrgico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [metalˈlurʤiko] εργάτης μετάλλου metallùrgico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [metalˈlurʤiko] Μεταλλουργικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |