Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metalloscòpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [metallosˈkɔpjo]

συσκευή μέτρησης μαγνητικής ροής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metalloide metallurgia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metallo (ουσ αρσ )
metallografia (θηλ.ουσ)
metallografico (επίθ.)
metallografo (ουσ αρσ )
metalloide (ουσ αρσ )
metalloscopio (ουσ αρσ )
metallurgia (θηλ.ουσ)
metallurgico (ουσ αρσ )
metallurgico (επίθ.)
metalmeccanico (ουσ αρσ )
metalmeccanico (επίθ.)
metameria (θηλ.ουσ)
metamerico (επίθ.)
metamero (ουσ αρσ )
metamorfico (επίθ.)
metamorfismo (ουσ αρσ )
metamorfosi (θηλ.ουσ)
metaniera (θηλ.ουσ)
metaniero (επίθ.)
metanifero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---