Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metalmeccànico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [me,talmekˈkaniko]

εργάτης μεταλλοτεχνίας

metalmeccànico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [me,talmekˈkaniko]

1 ο της επιστήμης μηχανικών
2 μεταλλικός και μηχανικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metallurgico metameria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metalloide (ουσ αρσ )
metalloscopio (ουσ αρσ )
metallurgia (θηλ.ουσ)
metallurgico (ουσ αρσ )
metallurgico (επίθ.)
metalmeccanico (ουσ αρσ )
metalmeccanico (επίθ.)
metameria (θηλ.ουσ)
metamerico (επίθ.)
metamero (ουσ αρσ )
metamorfico (επίθ.)
metamorfismo (ουσ αρσ )
metamorfosi (θηλ.ουσ)
metaniera (θηλ.ουσ)
metaniero (επίθ.)
metanifero (επίθ.)
metanizzare (ρ. μτβ.)
metano (ουσ αρσ )
metanodotto (ουσ αρσ )
metanoia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---