Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmèstruo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛstruo] 1 έμμηνος ρύση 2 περίοδος 3 εμμηνορρυσία 4 έμμηνα 5 εμμηνόρροια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |