Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lisciviazióne (θηλ.ουσ) litighìno (αρσ. επίθ και ουσ)
liscóso (επίθ.) litìgio (ουσ αρσ )
lisèrgico (επίθ.) litigiosità (θηλ.ουσ)
liseuse (θηλ.ουσ) litigióso (αρσ. επίθ και ουσ)
lìsi (θηλ.ουσ) litìna (θηλ.ουσ)
Lisìmaco (κύρ.όν. αρσ.) lìtio (ουσ αρσ )
lisìna (θηλ.ουσ) litióso (επίθ.)
Lisìppo (ουσ αρσ ) litòfago (επίθ.)
lìso (επίθ.) litòfita (θηλ.ουσ)
lisòlo (ουσ αρσ ) litogènesi (θηλ.ουσ)
lisozìma (ουσ αρσ ) litoglìfo (ουσ αρσ )
lìsta (θηλ.ουσ) litografàre (ρ. μτβ.)
listàre (ρ. μτβ.) litografìa (θηλ.ουσ)
listèllo (ουσ αρσ ) litogràfico (επίθ.)
listìno (ουσ αρσ ) litògrafo (ουσ αρσ )
litanìa (θηλ.ουσ) litòide (επίθ.)
litantràce (ουσ αρσ ) litologìa (θηλ.ουσ)
litargìrio (ουσ αρσ ) litològico (επίθ.)
lìte (θηλ.ουσ) litòlogo (ουσ αρσ )
litìasi (θηλ.ουσ) litopóne (ουσ αρσ )
litiàsico (επίθ.) litoràle (ουσ αρσ )
lìtico (επίθ.) litoràle (επίθ.)
litigànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) litorànea (θηλ.ουσ)
litigàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) litoràneo (επίθ.)
litigarsi (ρ.μ. (αντων.)) litosfèra (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: