Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


litoràle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [litoˈrale]

η παραλία

litoràle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [litoˈrale]

1 παραλιακός
2 παραθαλάσσιος
3 παράλιος
4 παράκτιος
5 ακταίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  litopone litoranea  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

litoide (επίθ.)
litologia (θηλ.ουσ)
litologico (επίθ.)
litologo (ουσ αρσ )
litopone (ουσ αρσ )
litorale (ουσ αρσ )
litorale (επίθ.)
litoranea (θηλ.ουσ)
litoraneo (επίθ.)
litosfera (θηλ.ουσ)
litostratigrafia (θηλ.ουσ)
litostroto (ουσ αρσ )
litote (θηλ.ουσ)
litotomia (θηλ.ουσ)
litotomo (ουσ αρσ )
litotripsia (θηλ.ουσ)
litotritore (ουσ αρσ )
litro (ουσ αρσ )
littore (ουσ αρσ )
littorina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---