Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlittorìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [littoˈrina] αυτοκινητάμαξα τρένου που κινείται με μηχανή ντίζελ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |