Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlivèlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [liˈvɛlla] 1 γνώμονας 2 στάθμη 3 αλφάδι 4 επίπεδο 5 στάφνη 6 επιφάνεια υγρού που ηρεμεί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |