Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lituàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lituˈano]

Λιθουανός

lituàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lituˈano]

λιθουανικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Lituania lituo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

litro (ουσ αρσ )
littore (ουσ αρσ )
littorina (θηλ.ουσ)
littorio (αρσ. επίθ και ουσ)
Lituania (κύρ.όν. θηλ.)
lituano (ουσ αρσ )
lituano (επίθ.)
lituo (ουσ αρσ )
liturgia (θηλ.ουσ)
liturgico (επίθ.)
liturgista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
liutaio (ουσ αρσ )
liuteria (θηλ.ουσ)
liutista (ουσ αρσ και θηλ.)
liuto (ουσ αρσ )
livella (θηλ.ουσ)
livellamento (ουσ αρσ )
livellare (ρ. μτβ.)
livellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
livellario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---