ItalianoGreco


littòrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [litˈtɔrjo]

1 φασιστικός
2 αναφερόμενος στους ρωμαίους αξιωματούχους που άνοιγαν δρόμο για τους υψηλά ιστάμενους


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---