Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


littòrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [litˈtɔrjo]

1 φασιστικός
2 αναφερόμενος στους ρωμαίους αξιωματούχους που άνοιγαν δρόμο για τους υψηλά ιστάμενους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  littorina Lituania  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

litotripsia (θηλ.ουσ)
litotritore (ουσ αρσ )
litro (ουσ αρσ )
littore (ουσ αρσ )
littorina (θηλ.ουσ)
littorio (αρσ. επίθ και ουσ)
Lituania (κύρ.όν. θηλ.)
lituano (ουσ αρσ )
lituano (επίθ.)
lituo (ουσ αρσ )
liturgia (θηλ.ουσ)
liturgico (επίθ.)
liturgista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
liutaio (ουσ αρσ )
liuteria (θηλ.ουσ)
liutista (ουσ αρσ και θηλ.)
liuto (ουσ αρσ )
livella (θηλ.ουσ)
livellamento (ουσ αρσ )
livellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---