Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


litotripsìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [litotripˈsia]

λιθοτριψία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  litotomo litotritore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

litostratigrafia (θηλ.ουσ)
litostroto (ουσ αρσ )
litote (θηλ.ουσ)
litotomia (θηλ.ουσ)
litotomo (ουσ αρσ )
litotripsia (θηλ.ουσ)
litotritore (ουσ αρσ )
litro (ουσ αρσ )
littore (ουσ αρσ )
littorina (θηλ.ουσ)
littorio (αρσ. επίθ και ουσ)
Lituania (κύρ.όν. θηλ.)
lituano (ουσ αρσ )
lituano (επίθ.)
lituo (ουσ αρσ )
liturgia (θηλ.ουσ)
liturgico (επίθ.)
liturgista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
liutaio (ουσ αρσ )
liuteria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---