Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


litopóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,litoˈpone]

λιθόπονο (λευκή βαφική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  litologo litorale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

litografo (ουσ αρσ )
litoide (επίθ.)
litologia (θηλ.ουσ)
litologico (επίθ.)
litologo (ουσ αρσ )
litopone (ουσ αρσ )
litorale (ουσ αρσ )
litorale (επίθ.)
litoranea (θηλ.ουσ)
litoraneo (επίθ.)
litosfera (θηλ.ουσ)
litostratigrafia (θηλ.ουσ)
litostroto (ουσ αρσ )
litote (θηλ.ουσ)
litotomia (θηλ.ουσ)
litotomo (ουσ αρσ )
litotripsia (θηλ.ουσ)
litotritore (ουσ αρσ )
litro (ουσ αρσ )
littore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---