Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giurisperìto (ουσ αρσ ) giustiziàto (ουσ αρσ )
giurisprudènza (θηλ.ουσ) giustiziàto (επίθ.)
giurisprudenziàle (επίθ.) giustizière (ουσ αρσ )
giurìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) giùsto (ουσ αρσ )
giusnaturalìsmo (ουσ αρσ ) giùsto (επίθ.)
giusquìamo (ουσ αρσ ) glàbro (επίθ.)
giùsta (πρόθ.) glacé (επίθ.)
giustacuòre (ουσ αρσ ) glaciàle (αρσ. επίθ και ουσ)
giustaménte (επίρ.) glaciazióne (θηλ.ουσ)
giustappórre (ρ. μτβ.) glaciologìa (θηλ.ουσ)
giustapposizióne (θηλ.ουσ) glaciòlogo (ουσ αρσ )
giustézza (θηλ.ουσ) gladiatóre (ουσ αρσ )
giustificàbile (επίθ.) gladiatòrio (επίθ.)
giustificànte (επίθ.) gladìolo (ουσ αρσ )
giustificàre (ρ. μτβ.) glànde (ουσ αρσ )
giustificarsi (ρ.μ. (αντων.)) glàndola (θηλ.ουσ)
giustificatìvo (ουσ αρσ ) glàssa (θηλ.ουσ)
giustificatìvo (επίθ.) glassàre (ρ. μτβ.)
giustificàto (επίθ.) glàuco (αρσ. επίθ και ουσ)
giustificatòrio (επίθ.) glaucòma (ουσ αρσ )
giustificazióne (θηλ.ουσ) glèba (θηλ.ουσ)
giustinianèo (επίθ.) glène (θηλ.ουσ)
giustiniàno (επίθ.) glenoidàle (επίθ.)
giustìzia (θηλ.ουσ) glenòide (θηλ. επίθ και ουσ)
giustiziàre (ρ. μτβ.) gli (οριστ. άρθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: