Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


glène  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈglɛne]

γληνοειδής βόθρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gleba glenoidale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

glassa (θηλ.ουσ)
glassare (ρ. μτβ.)
glauco (αρσ. επίθ και ουσ)
glaucoma (ουσ αρσ )
gleba (θηλ.ουσ)
glene (θηλ.ουσ)
glenoidale (επίθ.)
glenoide (θηλ. επίθ και ουσ)
gli (οριστ. άρθ.)
gli (προσωπ. αντων.)
glia (θηλ.ουσ)
gliale (επίθ.)
glicemia (θηλ.ουσ)
glicemico (επίθ.)
glicerato (ουσ αρσ )
glicerico (επίθ.)
gliceride (ουσ αρσ )
glicerina (θηλ.ουσ)
glicerofosfato (ουσ αρσ )
glicerolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---