Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gliceràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gliʧeˈrato]

1 γλυκερινικός
2 γλυκερινούχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  glicemico glicerico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gli (προσωπ. αντων.)
glia (θηλ.ουσ)
gliale (επίθ.)
glicemia (θηλ.ουσ)
glicemico (επίθ.)
glicerato (ουσ αρσ )
glicerico (επίθ.)
gliceride (ουσ αρσ )
glicerina (θηλ.ουσ)
glicerofosfato (ουσ αρσ )
glicerolo (ουσ αρσ )
glicide (ουσ αρσ )
glicine (ουσ αρσ )
glicogeno (ουσ αρσ )
glicol (ουσ αρσ )
glicole (ουσ αρσ )
glicosuria (θηλ.ουσ)
glicosurico (επίθ.)
gliela (αντων.)
gliele (αντων.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---